lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

όχημα στα πορτογαλικά

Λέξη:
όχημα (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (8):
veículo, carro, carroça, carruagem, coche, auto, automóvel, caminhão
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά όχημα, όχημα του πολυτεχνείου κρήτης, όχημα του κορρέ, όχημα της πυροσβεστικής αναποδογύρισε στον κόμβο του αγίου παύλου, όχημα συνώνυμο, όχημα ορισμός, όχημα στα πορτογαλικά, veículo στα ελληνικά
όχημα στα πορτογαλικά