lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: εργαστήριο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
atelier, cupboard, lab, laboratory, studio, study, taller, workroom, workshop
εργαστήριο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
ateliér, dílna, garsoniéra, laboratoř, pracovna, provozovna
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
arbeitsraum, arbeitszimmer, atelier, labor, laboratorium, werk, werkstatt
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
atelier, laboratorium
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
estudio, laboratorio, taller
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
atelier, laboratoire, officine, ouvroir, pyrotechnie, saboterie, studio
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bottega, laboratorio, officina, studio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
arbeidsværelse, atelier, laboratorium, studio, verksted
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ателье, лабораторией, лаборатории, лаборатория, мастерская
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
laboratorium, studio
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лаборатория, цех
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
лабараторыя, майстэрня
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
laboratoorium
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laboratorio
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
atelje, radionica
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
dolgozószoba, laboratórium, műhely
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
dirbtuvė, laboratorija
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
atelier, laboratório, oficina
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
atelier
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лабораторний, лабораторія, майстерна, майстерня, семінар, студія, фабрика
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
laboratorium, pracownia

Σχετικές λέξεις

εργαστήριο νεοελληνικών διαλέκτων, εργαστήριο φυσιολογίας, εργαστήριο αστικού περιβάλλοντος εμπ, εργαστήριο φυσικής, εργαστήριο ποινικών και εγκληματολογικών ερευνών, εργαστήριο μορφές, εργαστήριο ελευθέρων σπουδών, εργαστήριο διερεύνησης ανθρωπίνων σχέσεων, εργαστήριο σκέψης, εργαστήριο τηλεπισκόπησης και γεωγραφικών συστημάτων πληροφοριών