lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μόλυβδος στα ουκρανικά

Λέξη:
μόλυβδος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (13):
вести, водити, керувати, керівництво, повести, привести, призвести, призводити, свинець, свинцева, свинцевий, спрямовувати, спрямувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μόλυβδος, μόλυβδοσ pb, μόλυβδος υγεία, μόλυβδος τιμή κιλού, μόλυβδος τιμή, μόλυβδος στα κραγιόν, μόλυβδος στα ουκρανικά, вести στα ελληνικά
μόλυβδος στα ουκρανικά