lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ξυπνώ στα ουκρανικά

Λέξη:
ξυπνώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (19):
будити, викликати, дратувати, збуджувати, збудити, збудіть, кільватер, пробуджувати, пробудіться, прокидатися, прокинутися, прокиньтеся, розбуджувати, розбудити, роздратувати, розпалити, розпалювати, схвилювати, хвилювати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ξυπνώ, ξυπνώ τη χαραυγή, ξυπνώ συνώνυμα, ξυπνώ παρατατικός, ξυπνώ με την αυγούλα, ξυπνώ με πονοκέφαλο, ξυπνώ στα ουκρανικά, будити στα ελληνικά
ξυπνώ στα ουκρανικά