lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καταστρέφω στα ρωσικά

Λέξη:
καταστρέφω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (15):
аннигилировать, износить, искоренять, истребить, истреблять, опоганить, повреждать, разорять, разрушать, разрушить, сокрушать, сокрушить, тупить, уничтожать, уничтожить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά καταστρέφω, καταστρέφω συνώνυμα, καταστρέφω στα γαλλικά, καταστρέφω στα αγγλικα, καταστρέφω αρχαία, καταστρέφω στα ρωσικά, аннигилировать στα ελληνικά
καταστρέφω στα ρωσικά