lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οικονομικός στα ουκρανικά

Λέξη:
οικονομικός (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (17):
господарський, економний, економічний, завбачливий, заощадження, обачливий, обачний, обережний, ощадливий, передбачливий, розважливий, розважний, розсудливий, скудний, стриманий, управління, щадіння
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά οικονομικός, οικονομικός φιλελευθερισμός, οικονομικός ταχυδρόμος, οικονομικός σύμβουλος, οικονομικός ρόλος της οικογένειας, οικονομικός προγραμματισμός, οικονομικός στα ουκρανικά, господарський στα ελληνικά
οικονομικός στα ουκρανικά