lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οπαδός στα ουκρανικά

Λέξη:
οπαδός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (18):
аматор, віруючий, ентузіаст, захисник, когорта, колючка, коханець, коханий, коханка, любитель, партизан, послідовник, прибічник, прихильник, сателіт, супутник, учень, фанатичний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά οπαδός, οπαδός... χουφτώνει σε live μετάδοση..δείτε το βίντεο, οπαδός... χουφτώνει σε live μετάδοση, οπαδός του οφη, οπαδός του ολυμπιακού εκφράζει την αγανάκτησή του έπειτα από το 0-3 του παναθηναϊκού, οπαδός συνώνυμα, οπαδός στα ουκρανικά, аматор στα ελληνικά
οπαδός στα ουκρανικά