lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πάτος στα ουκρανικά

Λέξη:
πάτος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (5):
днище, дно, єдиний, підошва, низ
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πάτος, πάτοσ τησ οδοντόκρεμάσ σασ, πάτοσ συνώνυμα, πάτος συνωνυμο, πάτος σιλικόνης, πάτος παπουτσιών, πάτος στα ουκρανικά, днище στα ελληνικά
πάτος στα ουκρανικά