lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πάτος στα πορτογαλικά

Λέξη:
πάτος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (8):
campo, chão, fundo, serra, solo, terra, terreno, inferior
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά πάτος, πάτοσ τησ οδοντόκρεμάσ σασ, πάτοσ συνώνυμα, πάτος συνωνυμο, πάτος σιλικόνης, πάτος παπουτσιών, πάτος στα πορτογαλικά, campo στα ελληνικά
πάτος στα πορτογαλικά