lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πίστη στα ουκρανικά

Λέξη:
πίστη (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (22):
впевненість, віра, вірність, вірування, довіра, довіру, доктрина, дотримання, залежність, ймовірність, кредит, кредитний, кредитувати, лояльність, незмінність, певність, полягання, постійність, прихильність, сталість, твердість, траст
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πίστη, πίστη του γαλιλαίου στα μαθηματικά, πίστη σύλλογοσ γονέων και κηδεμόνων παιδιών με νεοπλασματικέσ παθήσεισ, πίστη συνώνυμα, πίστη στον θεό, πίστη στο θεό, πίστη στα ουκρανικά, впевненість στα ελληνικά
πίστη στα ουκρανικά