lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πιλότος στα ουκρανικά

Λέξη:
πιλότος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (13):
кермовий, льотчик, направити, направляти, натяк, правити, рульової, скеровувати, скерувати, соліст, спрямовувати, спрямувати, стерновий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πιλότος, πιλότοσ βασίλησ ραλάκησ, πιλότος φώναζε εν πτήσει θα συντριβούμε. κάντε την προσευχή σας, πιλότος προσόντα, πιλότος πολιτικής αεροπορίας - ειδική σχολή, πιλότος πολιτικής αεροπορίας, πιλότος στα ουκρανικά, кермовий στα ελληνικά
πιλότος στα ουκρανικά