lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πλάκα στα ουκρανικά

Λέξη:
πλάκα (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (19):
блокнот, болт, відламок, довжина, засув, засувка, ковток, кусок, обслуговування, плескати, поплескати, поплескування, сланець, табличка, тікати, уламок, утікати, фрагмент, шматок
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πλάκα, πλάκα ψησίματος, πλάκα χαρτης, πλάκα μου κάνεις, πλάκα λιτοχώρου, πλάκα κάνεις hotel edition επεισόδιο 8, πλάκα στα ουκρανικά, блокнот στα ελληνικά
πλάκα στα ουκρανικά