lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πλήξη στα ουκρανικά

Λέξη:
πλήξη (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (9):
втома, набридати, набриднути, нудьга, плоскість, свердлити, свердловина, свердлувати, утома
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πλήξη, προκάρδια πλήξη, πληξη συνώνυμο, πλήξη συνώνυμα, πλήξη στη σχέση, πλήξη σημασία, πλήξη στα ουκρανικά, втома στα ελληνικά
πλήξη στα ουκρανικά