lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πιστοποιητικό στα ουκρανικά

Λέξη:
πιστοποιητικό (Αριθμός των γραμμάτων: 13)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (9):
атестат, ваучер, докази, зізнання, крихітка, показання, свідоцтво, свідчення, сертифікат
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πιστοποιητικό, πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας, πιστοποιητικό υγείας εργαζομένων σε επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος, πιστοποιητικό υγείας, πιστοποιητικό πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης, πιστοποιητικό στα ουκρανικά, атестат στα ελληνικά
πιστοποιητικό στα ουκρανικά