lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πορτοκάλι στα ουκρανικά

Λέξη:
πορτοκάλι (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (3):
апельсин, жовтогарячий, оранжевий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πορτοκάλι, πορτοκάλι στο πρόσωπο, πορτοκάλι πούλπα, πορτοκάλι μαρμελάδα, πορτοκάλι ιδιότητες, πορτοκάλι θρεπτικά συστατικά, πορτοκάλι στα ουκρανικά, апельсин στα ελληνικά
πορτοκάλι στα ουκρανικά