πορτοκάλι στα αγγλικά πορτοκάλι στα τσεχική πορτοκάλι στα γερμανικά πορτοκάλι στα δανική πορτοκάλι στα ισπανικά πορτοκάλι στα ιταλικά πορτοκάλι στα νορβηγικά πορτοκάλι στα ρωσικά πορτοκάλι στα φινλανδικά πορτοκάλι στα κροατικά πορτοκάλι στα ουγγρική πορτοκάλι στα λιθουανική πορτοκάλι στα πορτογαλικά πορτοκάλι στα ρουμανική πορτοκάλι στα σλοβενική πορτοκάλι στα ουκρανικά πορτοκάλι στα πολωνική πορτοκάλι στα σουηδικά πορτοκάλι στα λευκορωσίας πορτοκάλι στα εσθονική
διευρύνω στα ουκρανικά σταθερός στα δανική στόμιο στα σουηδικά λαιμαργία στα γερμανικά διαμέτρημα στα ρωσικά
λαιμαργία φαγητό στόμιο κονίτσησ σταθερός συνώνυμο διευρύνω english διαμέτρημα 28