lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ποσοστό στα ουκρανικά

Λέξη:
ποσοστό (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (18):
відсоток, курс, міра, норма, оцінити, оцінювати, потужність, пропорція, процент, процентний, розглядати, розглянути, розцінка, ставка, ступінь, тариф, ціна, швидкість
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ποσοστό, ποσοστό παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες, ποσοστό νερού στο σώμα, ποσοστό λίπους, ποσοστό εργοδοτικών εισφορών, ποσοστό ανταπόδοσης τεε, ποσοστό στα ουκρανικά, відсоток στα ελληνικά
ποσοστό στα ουκρανικά