lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

προσελκύω στα ουκρανικά

Λέξη:
προσελκύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (20):
ангажувати, апеляція, вабити, виграш, займати, зайняти, залучати, замовити, замовляти, звернути, знаджувати, наймати, найміться, найняти, оскарження, приваблювати, привернути, привертати, притягати, притягніть
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά προσελκύω, προσελκύω συνώνυμο, προσελκύω συνώνυμα, προσελκύω κλίση, προσελκύω αγγλικά, προσελκύω στα ουκρανικά, ангажувати στα ελληνικά
προσελκύω στα ουκρανικά