lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

προσελκύω στα τσεχική

Λέξη:
προσελκύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (14):
lákat, načerpat, obsahovat, přitahovat, přivábit, tahat, táhnout, vytahovat, vytáhnout, vábit, zahrnovat, zatáhnout, způsobit, čerpat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική προσελκύω, προσελκύω συνώνυμο, προσελκύω συνώνυμα, προσελκύω κλίση, προσελκύω αγγλικά, προσελκύω στα τσεχική, lákat στα ελληνικά
προσελκύω στα τσεχική