lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πόδι στα ουκρανικά

Λέξη:
πόδι (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (2):
гомілка, нога
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πόδι, πόδι χήνας, πόδι του μόρτον, πόδι του αθλητή, πόδι της χήνας, πόδι της καμήλας, πόδι στα ουκρανικά, гомілка στα ελληνικά
πόδι στα ουκρανικά