lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πόδι στα σουηδικά

Λέξη:
πόδι (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (4):
ben, fot, fötter, lår
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά πόδι, πόδι χήνας, πόδι του μόρτον, πόδι του αθλητή, πόδι της χήνας, πόδι της καμήλας, πόδι στα σουηδικά, ben στα ελληνικά
πόδι στα σουηδικά