lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πώληση στα ουκρανικά

Λέξη:
πώληση (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (18):
аукціон, диспозиція, дуже, занадто, збут, збутовий, маркетинг, надто, натура, продаж, розміщення, розпорядження, розпродаж, розташування, схильність, також, теж, усвідомлення
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πώληση, πώληση χρυσού, πώληση χρυσής λίρας, πώληση μεταχειρισμένων κινητών, πώληση μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, πώληση επιχειρήσεων, πώληση στα ουκρανικά, аукціон στα ελληνικά
πώληση στα ουκρανικά