lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σάρκα στα ουκρανικά

Λέξη:
σάρκα (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (22):
акція, біржовий, гомілка, запас, запаси, збірник, каркас, кашка, кодекс, корпус, лагідний, ніжний, опора, плоть, підпора, сировина, склад, тендітний, тіло, фонд, фонди, фондовий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά σάρκα, σάρκα στο ζώο, σάρκα πολυχρονάκης δημήτρης, σάρκα με σάρκα, σάρκα μία, σάρκα και ψυχή, σάρκα στα ουκρανικά, акція στα ελληνικά
σάρκα στα ουκρανικά