lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πεύκο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fir, pine, pined, pining, piny
πεύκο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
borovice, sosna
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
föhre, kiefer, pinie
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
fyr, fyrretræ
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pino
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
laricio, pin, pinière, pinède, pitchpin
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pino
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
furu, furutre
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сосна, сосновый
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
furu
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
сасновы, хваёвы, хвоя
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
mänd
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
honka, mänty, petäjä
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
erdeifenyő, fenyő
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
pušinis, pušis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pinheiro, pinho, pino
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сосна, сосновий
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
sosna, sosnowy

Σχετικές λέξεις

πεύκο μελίσσια, πεύκο στα αγγλικά, πεύκο νάνο, πεύκο δέντρο, πεύκο πολίτη, πεύκο ιδιότητες, πεύκο σε γλάστρα, πεύκο καστοριάσ, πεύκο κλάδεμα, πεύκο καλαβρύτων