lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σαλιγκάρι στα ουκρανικά

Λέξη:
σαλιγκάρι (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (2):
равлик, слимак
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά σαλιγκάρι, σαλιγκάρι τραγούδι, σαλιγκάρι στο νηπιαγωγείο, σαλιγκάρι στα αγγλικά, σαλιγκάρι παιχνίδι, σαλιγκάρι ονειροκρίτης, σαλιγκάρι στα ουκρανικά, равлик στα ελληνικά
σαλιγκάρι στα ουκρανικά