lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: προσπάθεια

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
attempt, conation, effort, endeavour, exercise, exertion, nisus, strain, striving, struggle, tentative, tug
προσπάθεια
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
napětí, náběh, námaha, pokus, snaha, úsilí
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anstrengung, arbeit, bemühung, bestreben, bestrebung, inanspruchnahme, kraftanstrengung, mühe, versuch
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
ansats, anstrengelse, forsøg, indsats, kraftanstrengelse, stress
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conato, ensayo, esfuerzo, intento, tentativa
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
contention, effort, tentative
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fatica, sforzo, tentativo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ansats, anstrengelse, forsøk, innsats, kraftanstrengelse, møda, press, påkjenning, stress
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
напряжение, попытка, усилие
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ansats, ansträngning, försök, möda, press, stress, strävan
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
orvajtje, përpjekje
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
усилие
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
намаганне
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
jõupingutus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rasitus, yritys
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pokušaj
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
erőfeszítés, igyekezet, kísérlet
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
bandymas, pastanga, pastangos
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esforço, esquerdo, intento, tentativa
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
pokus
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
намагання, напруга, напруження, спроба
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
usiłowanie, wysiłek

Σχετικές λέξεις

προσπάθεια συνώνυμα, προσπάθεια γνωμικά, προσπάθεια για δεύτερο παιδί, προσπάθεια σύλληψης, προσπάθεια εγκυμοσύνης, προσπάθεια ετυμολογία, προσπάθεια για εγκυμοσύνη, προσπάθεια στα αγγλικά