lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σαματάς στα ουκρανικά

Λέξη:
σαματάς (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (36):
веслування, веслувати, галас, гам, гамір, гаркавість, гомін, гук, гукання, звивати, звити, звук, звучати, здоровий, крик, кільце, лава, лемент, манжета, мотузка, низка, обмотати, обмотка, обмотувати, оборка, обруч, ракетка, рекет, ряд, сварка, скандал, справний, суперечка, шантаж, шум, ґрунтовний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά σαματάς, σαματάς στην ορμυλια, σαματάς μηνάς, μάνος σαματάς, σαματάς στα ουκρανικά, веслування στα ελληνικά
σαματάς στα ουκρανικά