lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σπεσιαλιτέ στα ουκρανικά

Λέξη:
σπεσιαλιτέ (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (15):
вишикувати, вишикуватися, генеалогія, делікатес, зморшка, колія, лінія, обрис, особливість, риска, ряд, спеціальність, тягнутися, фах, черга
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά σπεσιαλιτέ, χριστουγεννιάτικες σπεσιαλιτέ, σπεσιαλιτέ σίφνου, σπεσιαλιτέ άνδρου, κρητικές σπεσιαλιτέ, ιαπωνική σπεσιαλιτέ, σπεσιαλιτέ στα ουκρανικά, вишикувати στα ελληνικά
σπεσιαλιτέ στα ουκρανικά