lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σταθερότητα στα ουκρανικά

Λέξη:
σταθερότητα (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (29):
витривалість, витримка, довговічний, логічність, міцний, міцність, міць, наполегливість, настирливість, настійливість, незмінність, нерухомість, погодженість, послідовність, постійність, сила, стабільність, сталість, стійкість, сумісність, твердість, терплячість, терпіння, тривалий, тривалість, тривкий, тривкість, усталеність, чіпкість
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά σταθερότητα, σταθερότητα χαρακτήρα, σταθερότητα φαρμακευτικών προϊόντων, σταθερότητα των τιμών γιατί είναι σημαντική για σένα, σταθερότητα των τιμών, σταθερότητα τιμών, σταθερότητα στα ουκρανικά, витривалість στα ελληνικά
σταθερότητα στα ουκρανικά