lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συκοφαντικός στα ουκρανικά

Λέξη:
συκοφαντικός (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (7):
ганебний, наклепницький, неправдивий, несправедливий, образливий, скандальний, шкідливий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά συκοφαντικός, συκοφαντικός στα ουκρανικά, ганебний στα ελληνικά
συκοφαντικός στα ουκρανικά