lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σχάρα στα ουκρανικά

Λέξη:
σχάρα (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (10):
висиджувати, висидіти, вішалка, грати, ґрати, люк, підставка, полиця, решітка, стелаж
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά σχάρα, σχάρα ψησίματος, σχάρα ποδηλάτου, σχάρα παρατήρησης, σχάρα οροφής, σχάρα λεμόνι, σχάρα στα ουκρανικά, висиджувати στα ελληνικά
σχάρα στα ουκρανικά