lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: μαλλιαρός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cottony, crinite, hairy, hirsute, hispid, rough, shaggy
μαλλιαρός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
chlupatý, chundelatý, huňatý, ježatý, kosmatý, ochlupený, srstnatý, střapatý, vlasatý
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
flauschig, haarig, zottig
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
håret, lodden
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cabelludo, hirsuto, peludo, velludo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chevelu, cotonneux, cotonné, hirsute, lanugineux, pelu, pelucheux, peluché, poilu, velu, villeux
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
capelluto, ispido, peloso, villoso
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
håret, hårete, lodden, ullen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
волосатый, волосистый, космат, косматый, лохмат, лохматый, мохнатый
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
loden, yvig
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
валасаты, калматы, касматы, кудлаты
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
karvane
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
karvainen
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
torzonborz
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
plaukuotas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
hirsuto, peludo, piloso
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
волосатий, кошлатий, кудлатий, розірваний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
kosmaty, włochaty

Σχετικές λέξεις

μαλλιαρός μόρια, μαλλιαρός γιάννης, μαλλιαρόσ καρδιολόγοσ μυτιλήνη, μαλλιαρόσ νίκοσ, χρήστος μαλλιαρός, φραγκίσκος μαλλιαρός, δημήτρης μαλλιαρός