lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σύντομα στα ουκρανικά

Λέξη:
σύντομα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (14):
відразу, довга, довгий, довго, довголітній, зараз, знов, коротко, невдовзі, незабаром, скоро, тепер, тривалий, швидко
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά σύντομα, σύντομα όλα θα καίγονται και θα φωτίζουν τα μάτια σου, σύντομα συνώνυμα, σύντομα κοντά σας, σύντομα αστεία, σύντομα ανέκδοτα και αστείες ατάκες, σύντομα στα ουκρανικά, відразу στα ελληνικά
σύντομα στα ουκρανικά