lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τσιράκι στα ουκρανικά

Λέξη:
τσιράκι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (11):
боєць, васал, людина, мужчина, прислуга, розвідник, скаут, слуга, службовець, служитель, чоловік
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά τσιράκι, τσιράκι στα ουκρανικά, боєць στα ελληνικά
τσιράκι στα ουκρανικά