lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αύξηση στα δανική

Λέξη:
αύξηση (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (8):
stigning, øgning, tiltagende, vækst, tilvækst, høfde, prisstigning, størrelse
Σχετικές λέξεις:
δανική αύξηση, αύξηση ωραρίου εκπαιδευτικών, αύξηση τεστοστερόνης, αύξηση στα διόδια, αύξηση στήθους, αύξηση μυικής μάζας, αύξηση στα δανική, stigning στα ελληνικά
αύξηση στα δανική