lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπηρέτρια στα ουκρανικά

Λέξη:
υπηρέτρια (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (11):
боєць, васал, людина, мужчина, прислуга, розвідник, скаут, слуга, службовець, служитель, чоловік
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά υπηρέτρια, υπηρέτρια στα ουκρανικά, боєць στα ελληνικά
υπηρέτρια στα ουκρανικά