lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τρέχω στα γαλλικά

Λέξη:
τρέχω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (9):
courir, décarcasser, marcher, tricoter, bicher, voler, chasser, distiller, galoper
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά τρέχω, τρέχω συνώνυμα, τρέχω στα αρχαία, τρέχω ονειροκρίτης, τρέχω και δεν φτάνω, τρέχω για την κατερίνη 2013, τρέχω στα γαλλικά, courir στα ελληνικά
τρέχω στα γαλλικά