lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ύψος στα ουκρανικά

Λέξη:
ύψος (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (18):
величина, високість, висота, височина, височінь, вишина, зріст, кидати, кидок, кинути, нахил, падіння, перевага, підвищення, підняття, розташовувати, розташувати, схил
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ύψος, ύψος χιονιού στα χιονοδρομικά, ύψος τριγώνου, ύψος παιδιών, ύψος μπασκέτας, ύψος μενεγάκη, ύψος στα ουκρανικά, величина στα ελληνικά
ύψος στα ουκρανικά