lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: περιπατητής

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
foot-soldier, footman, hiker, infantryman, infantrymen, stroller, walker
περιπατητής
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
chodec, pěšák
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fußgänger, infanterist, spaziergänger
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
flanør, fodgænger
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
infante, paseante, peatón, peón
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fantassin, lignard, marcheur, pioupiou, piéton, pousse-cailloux, promeneur
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fante
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
flanør, fotgjenger
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
гуляющий, пехотинец, пешеход, прогуливающийся, ходок
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
flanör
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пехотинец
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
пехацінец
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jalankulkija, kävelijä
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pješak
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
pėsčiasis
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
chodec
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бродяга, піхотинець, слуга
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
piechur, spacerowicz

Σχετικές λέξεις

περιπατητής σκύλων