lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αυτί

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aural, auricular, cringle, ear, handle, tab
αυτί
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
držadlo, ouško, poutko, sluch, ucho, ušní, závěs
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
griff, henkel, ohr, stiel
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
hank, håndtag, øre
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
asa, auricular, oreja, oído
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
anse, auriculaire, chas, oreille, orillon, otique, otoscope
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ansa, orecchia, orecchio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
håndtak, øra, øre
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ухо, ушной
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
öra, öre
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vesh
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ухо
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
вуха, вушны, вушы
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kõrv
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
korva
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uho
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
fül
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
ausis, rankena
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
asa, auricular, orelha, ouvido
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
uhelj, uho
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вухо, вушко, вушний, вушної, гармата, канон, правило, слуховий
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
ucho, uszny

Σχετικές λέξεις

αυτί ή αφτί, αυτί στα αρχαία, αυτί της θάλασσας, αυτί παθήσεις, αυτί βουλωμένο, αυτί κουνουπίδι, αυτί βουητό, αυτί ανατομία, αυτί πόνος, αυτί του ιούδα