αμάραντος στα αγγλικά αμάραντος στα τσεχική αμάραντος στα γερμανικά αμάραντος στα ισπανικά αμάραντος στα γαλλικά αμάραντος στα ρωσικά αμάραντος στα λευκορωσίας
μετά στα τσεχική μονοπάτι στα νορβηγικά γονατίζω στα αγγλικά λασπώδης στα σουηδικά σολομός στα ιταλικά
μετά τιμής γονατίζω μόνο για να βάλω δύναμη και να σηκωθώ μονοπάτι ε4 κρήτη σολομός με κρέμα γάλακτος