lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μονοπάτι στα νορβηγικά

Λέξη:
μονοπάτι (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (20):
allé, bana, bane, fil, gang, gangsti, led, linje, omvei, reise, rute, ræls, spor, spår, sti, stig, strede, tråkk, veg, vei
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά μονοπάτι, μονοπάτι του κάκαβου, μονοπάτι του διαβόλου, μονοπάτι σιδηροδρομικών, μονοπάτι παρνασσού 2014, μονοπάτι παλιάς καβάλας, μονοπάτι στα νορβηγικά, allé στα ελληνικά
μονοπάτι στα νορβηγικά