δασώδης στα αγγλικά δασώδης στα τσεχική δασώδης στα γερμανικά δασώδης στα ισπανικά δασώδης στα γαλλικά δασώδης στα ιταλικά δασώδης στα ρωσικά δασώδης στα λευκορωσίας δασώδης στα φινλανδικά δασώδης στα ουγγρική δασώδης στα πορτογαλικά δασώδης στα ουκρανικά
σκύβω στα τσεχική φελλός στα ουγγρική δηλητήριο στα φινλανδικά κατασκευάζω στα ρωσικά ροχαλίζω στα ουγγρική
κατασκευάζω μόνος μου σκύβω εκεί κάθε βράδυ δηλητήριο οχιάς φελλός σε φύλλα γιατί ροχαλίζω