lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δασώδης στα ουκρανικά

Λέξη:
δασώδης (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (2):
лісистий, лісовий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά δασώδης, δασώδης στα ουκρανικά, лісистий στα ελληνικά
δασώδης στα ουκρανικά