lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πρόσβαση στα πολωνική

Λέξη:
πρόσβαση (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (5):
atak, dojazd, dojście, napad, przystęp
Σχετικές λέξεις:
πολωνική πρόσβαση, πρόσβαση φροντιστήριο, πρόσβαση συνώνυμο, πρόσβαση στο πεδίο έρευνας, πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, πρόσβαση στα διοικητικά έγγραφα, πρόσβαση στα πολωνική, atak στα ελληνικά
πρόσβαση στα πολωνική