lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άστατος στα πορτογαλικά

Λέξη:
άστατος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (10):
vario, alternativo, alterno, cambiante, desigual, inconstante, mobile, mudasse, versátil, volátil
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά άστατος, είμαι άστατος, άστατοσ συνωνυμα, άστατος ύπνος, άστατος τερζής, άστατος στίχοι, άστατος στα πορτογαλικά, vario στα ελληνικά
άστατος στα πορτογαλικά