lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άστατος στα ουκρανικά

Λέξη:
άστατος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (20):
бистрий, зіпсований, леткий, мінливий, невизначений, неозначений, нестабільний, нестійкий, плавкий, поспішати, примхливий, прудкий, розбитий, різноманітний, різносторонній, скоро, сумнівний, хутко, швидкий, швидко
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά άστατος, είμαι άστατος, άστατοσ συνωνυμα, άστατος ύπνος, άστατος τερζής, άστατος στίχοι, άστατος στα ουκρανικά, бистрий στα ελληνικά
άστατος στα ουκρανικά