lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αναγκαίος στα πορτογαλικά

Λέξη:
αναγκαίος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (7):
imperioso, indispensável, necessário, preciso, básico, essencial, imprescindível
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά αναγκαίος, αναγκαίος συνώνυμο, αναγκαίος συνώνυμα, αναγκαίος κληρονόμος, αναγκαίος δόλος, αναγκαίος αντώνυμα, αναγκαίος στα πορτογαλικά, imperioso στα ελληνικά
αναγκαίος στα πορτογαλικά