lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αντιπαθητικός στα πορτογαλικά

Λέξη:
αντιπαθητικός (Αριθμός των γραμμάτων: 13)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (10):
abominável, asqueroso, evitando, fastidioso, infernal, nefando, odioso, repugnante, repulsivo, tedioso
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά αντιπαθητικός, αντιπαθητικόσ και δυσάρεστοσ άνθρωποσ, αντιπαθητικός συνώνυμο, αντιπαθητικός στα πορτογαλικά, abominável στα ελληνικά
αντιπαθητικός στα πορτογαλικά