lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αντιπαθητικός στα σουηδικά

Λέξη:
αντιπαθητικός (Αριθμός των γραμμάτων: 13)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (10):
anskrämlig, avskyvärd, enkel, frånstötande, ohygglig, otäck, ryslig, stygg, värdelös, vidrig
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά αντιπαθητικός, αντιπαθητικόσ και δυσάρεστοσ άνθρωποσ, αντιπαθητικός συνώνυμο, αντιπαθητικός στα σουηδικά, anskrämlig στα ελληνικά
αντιπαθητικός στα σουηδικά